- συρρικνώνω
- Ν1. ζαρώνω, μαζεύω2. μτφ. περιορίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ρικνώνομαι «γίνομαι ρικνός, ζαρώνω». Η λ., στον λόγιο τ. συρρινοῦσθαι, μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρρικνώνω — συρρικνώνω, συρρίκνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συρρίκνωμα — το, Ν [συρρικνώνω] 1. ζάρωμα, μάζεμα 2. περιορισμός τού μεγέθους … Dictionary of Greek
συρρίκνωση — η, Ν 1. ζάρωμα 2. περιορισμός τού μεγέθους, μάζεμα 3. (φωτογραμμ.) η αυξομείωση τών διαστάσεων την οποία υφίσταται μια φωτοταινία ή ένα φύλλο χαρτιού σχεδίασης υπό την επίδραση τής υψομετρικής κατάστασης ή τής θερμοκρασίας και η οποία πρέπει να… … Dictionary of Greek